LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀσκητής"
- ἀσκητής, -οῦ, ὁ (ἀσκέω), αυτός που ασκεί, καταγίνεται με οποιαδήποτε τέχνη ή επάγγελμα, ἀσκητὴς τῶν πολεμικῶν, σε Ξεν.· ιδίως, αθλητής, αυτός που εξασκείται για την παλαίστρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.