Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀσινής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-σῐνής, -ές (σίνομαιI. 1. αβλαβής, σώος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ασφαλής, ευτυχισμένος στη ζωή, τυχερός, σε Αισχύλ. 2. λέγεται για πράγματα, αβλαβής, άθικτος, σε Ηρόδ. II. 1. Ενεργ., αυτός που δεν βλάπτει, στον ίδ.· μη βλαβερός, σε Ξεν. 2. αυτός που προστατεύει από το κακό, τη ζημιά, προστατευτικός, σε Αισχύλ. III. επίρρ., ἀσινῶς, αγαθά, αθώα· υπερθ. -έστατα, σε Ξεν.