Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀσθενής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-σθενής, -ές (σθένοςI. 1. αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, άτονος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀσθενέστερος πόνον ἐνεγκεῖν, πάρα πολύ αδύνατος ώστε να υποστεί πόνο, σε Δημ.· τὸ ἀσθενές = ἀσθένεια, σε Θουκ. 2. λέγεται ως προς την περιουσία, αδύναμος, φτωχός, άπορος, σε Ηρόδ., Ευρ.· οἱ ἀσθενέστεροι, οι φτωχοί, σε Ξεν. 3. ασήμαντος, οὐκ ἀσθενέστατος σοφιστής, σε Ηρόδ.· λέγεται για ποτάμια, μικρός, μηδαμινός (αυτός που έχει λίγο νερό), στον ίδ. II. επίρρ., ἀσθενῶς, ελαφρώς, λίγο, σε Πλάτ.· συγκρ. -έστερον ή -έστερα, στον ίδ., Θουκ.