LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀσθένεια"
- ἀσθένεια, γεν. -ας, Ιων. -ης, ἡ, 1. έλλειψη δύναμης, αδυναμία, ατονία, νοσηρότητα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἀσθένεια βίου, πενία, φτώχεια, σε Ηρόδ. 2. ασθένεια, αρρώστια, σε Θουκ.