Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρύβαλλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρύβαλλος[ῠ], , I. σάκκος ή πουγκί, σε Στησίχ. II. στάμνα που μοιάζει στο σχήμα με πουγκί, δηλ. είναι στενή στο λαιμό, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).