Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρχιτεκτονέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρχιτεκτονέω, μέλ. -ήσω, 1. είμαι αρχιτέκτων, σε Πλούτ. 2. γενικά, κατασκευάζω, οικοδομώ, επινοώ κάτι, σε Αριστοφ.