LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀρχιτέκτων"
- ἀρχι-τέκτων, -ονος, ὁ, I. 1. αρχιτεχνίτης, εργολάβος οικοδομών, αυτός που διευθύνει τις εργασίες, αρχιτέκτων, μηχανικός, σε Ηρόδ. 2. γενικά, δημιουργός, κατασκευαστής, πρωτεργάτης, σε Ευρ., Δημ. II. στην Αθήνα, διευθυντής δημοσίου θεάτρου και των Διονυσίων, στον ίδ.