Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρχαῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρχαῖος, , -ον (ἀρχή I), ο εξαρχής· I. 1. λέγεται για πράγματα, αρχαίος, πρωτογενής, παλαιός, σε Ηρόδ., Αττ. 2. όπως το ἀρχαϊκός, παλιομοδίτικος, απαρχαιωμένος, πρωτόγονος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. 3. παλιός, αρχαίος, τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. λέγεται για πρόσωπα, αρχαίος, ηλικιωμένος, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· οἱἀρχαῖοι, οι αρχαίοι φιλόσοφοι, οι μεγάλοι Πατέρες, οι Προφήτες, σε Κ.Δ. III. 1. επίρρ., ἀρχαίως, στους αρχαίους χρόνους ή με τον αρχαίο τρόπο, σε Δημ.· ομοίως, τὸ ἀρχαῖον, Ιων. συνηρ. τὠρχαῖον, σε Ηρόδ., Αττ.· τ' ἀρχαῖον, σε Αισχύλ. 2. αρχαίο ύφος, σε Πλάτ., Αισχίν. IV. ως ουσ., τὸ ἀρχαῖον, το πραγματικό άθροισμα, σύνολο, πρώτη αξία, τιμή, Λατ. sors, σε Αριστοφ., Ρήτ..