Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρχή"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
ἀρχή, (ἄρχωI. 1. αρχή, ξεκίνημα, έναρξη, πρώτη αιτία, σε Όμηρ. κ.λπ.· με πρόθ., ἐξ ἀρχῆς - ἀρχῆθεν, από την αρχή, από παλιά, ανέκαθεν, σε Ηρόδ.· ἐξἀρχῆς πάλιν, εκ νέου, και πάλι, σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀπ' ἀρχῆς, σε Ηρόδ., Τραγ.· κατ' ἀρχάς, στην αρχή, αρχικώς, σε Ηρόδ.· απόλ., σε αιτ., ἀρχήν, εν πρώτοις, πρώτιστα, στον ίδ.· ἀρχὴν οὐ, αναμφισβήτητα όχι, καθόλου, Λατ. omnino non, στον ίδ., Αττ.· με αριθμητικά, ἀρχὴν ἕπτα, συνολικά, σε Ηρόδ. 2. τέλος, άκρη επιδέσμου, σχοινιού, σεντονιού, στον ίδ., Ευρ., Κ.Δ. II. 1. πρώτη εξουσία ή δύναμη, ανώτατη αρχή, κυριαρχία, διοίκηση, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. πράγμ., ἀρχὴ τῶν νεῶν τῆς θαλάσσης, σε Θουκ. κ.λπ. 2. ανώτατη αρχή, υπέρτατη εξουσία, βασίλειο, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. στον πεζό λόγο, εξουσία, αρχή, αξίωμα, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, διάρκεια ενός αξιώματος, τὴν ἐνιαυσίαν ἀρχήν, σε Θουκ.· αυτά τα αξιώματα αποκτώνται με δύο τρόπους, χειροτονητή, με εκλογή, μέσω ανάτασης χειρών, κληρωτή, μέσω κλήρου, σε Αισχίν. 4. σε πληθ., αἱ ἀρχαί, άρχοντες, «οι αρχές», δηλ. η κυβέρνηση, σε Θουκ. κ.λπ.
ἀρχη-γενής, -ές (γίγνομαι), αυτός που δημιουργεί την πρώτη αρχή για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.
ἀρχηγετεύω, μέλ. -σω, είμαι άρχοντας, βασιλεύω, εξουσιάζω, τῶν κάτω, σε Ηρόδ.
ἀρχηγετέω, μέλ. -ήσω, κάνω την αρχή, σε Σοφ.
ἀρχ-ηγέτης, -ου, , θηλ. ἀρχ-ηγέτις, -ιδος, Δωρ. ἀρχαγέτης (ἡγέομαι1. πρώτος ηγέτης, οικιστής, ιδρυτής μιας πόλης ή γενάρχης, προπάτορας μιας οικογένειας, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. γενικά, οδηγός, αρχηγός, ηγεμόνας, σε Αισχύλ., Σοφ. 3. πρώτη αιτία, πρωταίτιος, τύχης, γένους, σε Ευρ.
ἀρχ-ηγός, Δωρ. ἀρχ-ᾱγός, -ὸν (ἡγέομαιI. πρωταίτιος, πρόξενος ενός πράγματος, με γεν., σε Ευρ. II. 1. ως ουσ., όπως το ἀρχηγέτης, ιδρυτής, λέγεται για πολιούχο ήρωα, σε Σοφ. 2. ηγεμόνας, αρχηγός, σε Αισχύλ., Σιμων., Θουκ. 3. πρώτη αιτία, πρωταίτιος, αρχηγός, τοῦ πράγματος, σε Ξεν.
ἀρχῆθεν, Δωρ. -ᾱθεν (ἀρχή), επίρρ., από την αρχή, από παλιά, ανέκαθεν, εξαρχής, σε Ηρόδ.· με άρνηση, ἀρχῆθεν μή καθόλου, στον ίδ.
ἀρχήϊον, Ιων. αντί ἀρχεῖον.
ἀρχήν, επίρρ., βλ. ἀρχή I.