LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀρτοκόπος"
- ἀρτο-κόπος, ὁ, ἡ, αρτοποιός, σε Ηρόδ., Ξεν. (πιθ. αντί ἀρτο-πόπος, από πέπ-τω, πρβλ. Λατ. coq-uus).

