LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀρτάνη"
- ἀρτάνη[ᾰ], ἡ (ἀρτάω), σχοινί από το οποίο κάτι κρέμεται, σχοινί για κρέμασμα, θηλειά, βρόχος, σε Αισχύλ., Σοφ.