Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρρωστέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρρωστέω, μέλ. -ήσω (ἄρρωστος), είμαι ασθενής, άρρωστος, σε Ξεν., Δημ.