LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀρουραῖος"
- ἀρουραῖος, -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την εξοχή, αγροτικός, εξοχικός, μῦς ἀρουραῖος, ποντίκι των αγρών, σε Ηρόδ.· ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ, λέγεται για τον Ευριπίδη που ήταν γιός λαχανοπώλη, σε Αριστοφ.·ἀρουραῖος Οἰνόμαος, σε Δημ.