LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀριστοποιέω"
- ἄριστο-ποιέω, μέλ. -ήσω, προετοιμάζω πρόγευμα, τὰ ἀριστοποιούμενα, παρασκευασμένα για πρόγευμα, σε Ξεν.· κυρίως σε Μέσ., προγευματίζω, σε Θουκ., Ξεν.