LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀριστάω"
- ἀριστάω[ᾱρ-], μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠρίστησα, παρακ. ἠρίστηκα — Παθ. ἠρίστημαι· παίρνω πρωϊνό ή μεσημεριανό φαγητό, Λατ. prandere, σε Αριστοφ., Ξεν.· Παθ. παρακ., απρόσ., ἠρίστηταί τ'ἐξαρκούντως, σε Αριστοφ.