Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀριθμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀριθμός[ᾰ], (*ἄρωI. 1. αριθμός, Λατ. numerus, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἀριθμόν, στον αριθμό, σε Ηρόδ., Αττ.· ἀριθμὸν ἕξ, σε Ηρόδ.· ἐς τὸν ἀριθμὸν τρισχίλια, στον ίδ.· επίσης, ἓν ἀριθμῷ, στον ίδ.· ομοίως, σε Αττ. 2. ποσό, σύνολο, έκταση, πολὺς ἀριθμὸς χρόνου, σε Αισχίν.· ἀριθμὸς ἀργυρίου, σύνολο των χρημάτων, χρηματικό ποσό, σε Ξεν. 3. ως σημείο τάξης, αξίας, αξιώματος, μετ' ἀνδρῶν ἀριθμῷ, ανάμεσα στους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ ἔχουσιν ἀριθμόν, δεν τους υπολογίζει κανείς, σε Ευρ.· οὐδ' εἰς ἀριθμὸν ἥκεις λόγων, δεν φτάνει στο σημείο ώστε να μπορώ να συζητήσω μαζί της, στον ίδ. 4. απλός αριθμός, ποσότητα αντίθ. προς ποιότητα, αξία, ἀριθμὸς λόγων, απλή παράταξη λέξεων, σε Σοφ.· ομοίως λέγεται για πρόσωπα, οὐκ ἀριθμὸς ἄλλως, σύνολο μόνο, σε Ευρ.· ομοίως, ἀριθμός μόνο, όπως Ορατίου nos numerus sumus, σε Αριστοφ. II. αρίθμηση, καταμέτρηση, ἀριθμὸν ποιεῖσθαι τῆς στρατιῆς, κάνω επιθεώρηση του στρατού, σε Ηρόδ.· παρεῖναι εἰςτὸν ἀριθμόν, σε Ξεν. III. επιστήμη των αριθμών, αριθμολογία, αριθμητική, σε Αισχύλ., Πλάτ.