Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀριθμέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀριθμέω, Επικ. παρατ. ἠρίθμεον, ως τρισύλ.· μέλ. -ήσω κ.λπ.Παθ. Μέσ. μέλ., με Παθ. σημασία ἀριθμήσομαι· απαρ. Επικ. αορ. αʹ ἀριθμηθήμεναι (αντί -ῆναι) (ἀριθμός1. αριθμώ, μετρώ ή αθροίζω, υπολογίζω, λογαριάζω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.Μέσ., ἠριθμοῦντο, τους καταμετρούσαν, σε Θουκ. 2. υπολογίζω την εξόφληση, πληρώνω, αποπληρώνω, σε Ξεν., Δημ. 3. υπολογίζω, καταμετρώ ως, λογαριάζω, θεωρώ, ἐν εὐεργεσίας μέρει, στον ίδ.Παθ., υπολογίζομαι, συγκαταλέγομαι, αριθμούμαι, ἔν τισι, σε Ευρ.· ἀριθμεῖσαι τῶν φιλτάτων, θεωρούμαι ως ένας από τους καλύτερους φίλους κάποιου, στον ίδ.