LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀρθρόω"
- ἀρθρόω, μέλ. -ώσω (ἄρθρον), προσδένω, στερεώνω με αρμό· λέγεται για λέξεις, ἡ γλῶσσα ἀρθροῖ τὴν φωνήν, η γλώσσα παράγει έναρθρους ήχους, σε Ξεν.· αλλά, ἀρθροῦν γλώσσην καὶ νόον, εντείνω, ενισχύω τη γλώσσα και το νου, σε Θέογν.