LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀργυρολογέω"
- ἀργῠρολογέω, μέλ. -ήσω· 1. συλλέγω με καταναγκασμό χρήματα, επιβάλλω την καταβολή χρημάτων, σε Ξεν. 2. με αιτ. προσ., επιβάλλω ή εισπράττω φόρο, φορολογώ, σε Θουκ.