Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀργία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀργία, , = ἀεργία· 1. αδράνεια, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία, σε Ευρ., Δημ. 2. με θετική σημασία, ανάπαυση, αναψυχή, ανάπαυλα· ἔργων, από τη δουλειά, σε Πλάτ.