Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀργέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀργέω, μέλ. -ήσω (ἀργός = ἀεργόςI. παραμένω αδρανής, είμαι άεργος, δεν κάνω απολύτως τίποτε, σε Ευρ., Ξεν.· γῆἀργοῦσα, γη που παραμένει ακαλλιέργητη, στον ίδ.· ἀργεῖτὸ ἐργαστήριον, το εργαστήριο δεν λειτουργεί, βρίσκεται σε αργία, σε Δημ. II. Παθ., μένω ανεκτέλεστος, ανωφελής, άκαρπος, σε Ξεν.