Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀραρίσκω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρᾰρίσκω (αναδιπλ. τύπος του *ἄρω), παρατ. ἀράρισκον· οι υπόλοιποι χρόνοι σχημ. από το *ἄρω, δηλ·
Α.
μτβ. αόρ. ἦρσα, Επικ. ἄρσα, αόρ. βʹ ἤρᾰρον, Ιων. ἄρᾰρον, απαρ. ἀραρεῖν, μτχ. ἀρᾰρώνΠαθ. αόρ. αʹ ἤρθην, Επικ. γʹ πληθ. ἄρθεν· I. ενώνω, συνάπτω, συνενώνω, τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο, συμπυκνώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγγεσιν ἄρσον ἅπαντα, να τοποθετήσεις καλά τα πάντα μέσα στα αγγεία, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. συναρμόζω, αρμολογώ, χτίζω· τοῖχον ἀραρεῖν λίθοισιν, σε Ομήρ. Ιλ. 2. παρασκευάζω, προετοιμάζω, επινοώ· μνηστῆρσιν θάνατον ἀραρόντες, σε Ομήρ. Οδ. III. 1. εφοδιάζω, παρέχω, εξοπλίζω, προμηθεύω κάτι· νῆας ἄρσας ἐρέτῃσιν, στο ίδ. 2. κάνω κάτι ώστε να ευχαριστήσω κάποιον, ικανοποιώ, χαροποιώ, ευνοώ, σε Πίνδ., Σοφ. IV.κάνω κάτι ώστε να ταιριάζει με τις προτιμήσεις κάποιου, να συμφωνεί με ό,τι τον ευχαριστεί, σε Ομήρ. Ιλ. Β. αμτβ., παρακ. ἄρᾱρα με σημασία ενεστ., Ιων. ἄρηρα, Επικ. μτχ. ἀρηρώς, με θηλ. ἀρηρυῖα και (χάριν του μέτρου) ἀρᾰρυῖα· Επικ. υπερσ. ἀρήρειν, ἠρήρειν, με σημασία παρατ.· από Παθ. τύπους συναντάμε μόνο τη μτχ. Επικ. αορ. βʹ ἄρμενος, , -ον· I. 1. συνάπτομαι στενά με, συμπυκνώνομαι, συσκευάζομαι, σε Όμηρ. 2. είμαι δεσμευμένος, λέγεται για όρκους και την πίστη, σε Τραγ.· απόλ., ἄραρε, στερεώθηκε, συναρμόστηκε, προσαρμόστηκε, σε Ευρ. II. αρμόζομαι ή προσαρμόζομαι καλά ή στέρεα, σε Όμηρ.· αρμόζω ή προσαρμόζομαι σε κάτι, με δοτ., στον ίδ. III. είμαι εξοπλισμένος, προικισμένος, εφοδιασμένος με κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· κάλλει ἀραρώς, προικισμένος με φυσική καλλονή, σε Ευρ. IV. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος ή ταιριαστός, σύμφωνος με ή ευχάριστος σε, όπως το ἀρέσκω, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ομοίως και η Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ ἄρμενος, , -ον· 1. αυτός που αρμόζει, αρμόδιος, πρέπων, κατάλληλος για, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., αρμόδιος, συμβατός, κατάλληλος, Λατ. habilis, σε Ομήρ. Ιλ. 2. προετοιμασμένος, προπαρασκευασμένος, έτοιμος, σε Ησίοδ. 3. αποδεκτός, ευπρόσδεκτος· ἄρμενα πράξαις = εὖ πράξας, σε Πίνδ.