Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρίζηλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρίζηλος, -ον και , -ον, Επικ. αντί ἀρίδηλος (βλ. Ζ,ζ II), φανερός, πολύ εμφανής, εναργής, λέγεται για άστρα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για φωνή, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, έξοχος, διαπρεπής, στο ίδ.· επίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τα ειπωμένα με σαφήνεια, σε Ομήρ. Οδ.