LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀρίδηλος"
- ἀρί-δηλος, Δωρ. -δᾱλος, -ον· I. ευδιάκριτος, ορατός από μακριά, σε Σιμων. II. εμφανής, αρκετά καθαρός, προφανής, καταφανής, σε Ηρόδ.