Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρήγω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀρήγω[ᾰ], μέλ. -ξω (συγγενές προς το ἀρκέωI. 1. βοηθώ, συντρέχω, επικουρώ, ιδίως κατά τη μάχη, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ. 2. απρόσ., με απαρ., όπως και το Λατ. juvat, αρμόζει, ταιριάζει· σιγᾶν ἀρήγει, σε Αισχύλ. II. με αιτ. πράγμ., αποκρούω, παρεμποδίζω, τι, σε Αισχύλ.· επίσης, ἀρήγω τί τινι, αποτρέπω, προφυλάσσω κάποιον από κάτι, προλαβαίνω και απομακρύνω κάτι απειλητικά από κάποιον, σε Ευρ.
ἀρηγών, -όνος, , , βοηθός, αρωγός, σε Ομήρ. Ιλ.