LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀρέσκω"
- ἀρέσκω[ᾰ], παρατ. ἤρεσκον, μέλ. ἀρέσω, αόρ. αʹ ἤρεσα — Μέσ. μέλ. ἀρέσομαι, Επικ. ἀρέσσομαι, αόρ. αʹ ἠρεσάμην, Επικ. μτχ. ἀρεσσάμενος· Παθ. αόρ. αʹ με Μέσ. σημασία ἠρέσθην (*ἄρω)· I. 1. επανορθώνω κάτι άτοπο που έπραξα, φέρνω τα πράγματα σε συμβιβασμό, σε εξισορρόπηση· ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι, διορθώνω, επανορθώνω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ταῦταἀρεσσόμεθα, θα τα διορθώσουμε αυτά μεταξύ μας, σε Όμηρ. 2. Μέσ., καθησυχάζω, καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω, επανακτώ την εύνοια κάποιου· αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσιν, σε Ομήρ. Οδ. 3. μεταγεν. του Ομήρ., με δοτ. προσ., ευαρεστώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ, κολακεύω κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· ταῦτα ἀρέσκει μοι, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ. II. στην Αττ. επίσης, με αιτ. προσ., οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου, σε Σοφ.· τουτί μ' οὐκ ἀρέσκει, σε Αριστοφ.· από όπου, στην Παθ., ευαρεστούμαι, ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι με κάτι, με δοτ. πράγμ., σε Ηρόδ., Θουκ. III. το ἀρέσκει (απρόσ.) χρησιμοποιείται όπως και το Λατ. placet, για να δηλώσει την απόφαση δημοσίου σώματος ή συνέλευσης, ταῦτα ἤρεσέ σφι ποιέειν, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ. IV.μτχ. ἀρέσκων, -ουσα, -ον, αυτός που προξενεί ευαρέσκεια, αρεστός, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Σοφ., Θουκ.

