
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀράχνη"
- ἀράχνη, ἡ, θηλ. του ἀράχνης, Λατ. aranea, I. το θηλυκό έντομο αράχνη, σε Αισχύλ., Ανθ. II. ιστός αράχνης, στον ίδ.
- ἀράχνης, ὁ, το έντομο αράχνη, Λατ. araneus, σε Ησίοδ. (αμφίβ. προέλ.).