LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀράσσω"
- ἀράσσω, Αττ. -ττω, ποιητ. παρατ. ἀράσσεσκον· μέλ. ἀράξω, Δωρ. ἀραξῶ· αόρ. αʹ ἤραξα, Επικ. ἄραξα — Παθ., αόρ. αʹ ἠράχθην, Επικ. ἀράχθην· (α ευφωνικό και ῥάσσω, συγγενές του ῥήσσω)· I. 1. χτυπώ, πλήττω με σφοδρότητα, φέρνω σε σύγκρουση, συντρίβω (ο Όμηρ. παραθέτει το ρήμα αυτό μόνο στα σύνθετα ἀπ-, συν-αράσσω)· λέγεται για άλογα, ὁπλαῖς ἀράσσουσιν χθόνα, σε Πίνδ.· θύρας ἀράσσω, χτυπώ με μανία την πόρτα, σε Ευρ.· ἀράσσειν στέρνα, κρᾶτα, χτυπώ το στήθος, το κεφάλι μου, κατά τις θρηνωδίες, Λατ. plangere, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἄρασσε μᾶλλον, χτύπα δυνατότερα, σε Αισχύλ.· ἀράσσω ὄψεις, βλέφαρα, σε Σοφ. 2. με δοτ. τρόπου, ἀράσσειν ὀνείδεσι κακοῖς, χτυπώ, προσβάλλω κάποιον με ύβρεις και λοιδορίες, δηλ. τις εκστομίζω βάναυσα, στον ίδ. II. Παθ., καταρρίπτομαι πάνω σε, εκσφενδονίζομαι, πρὸς τὰς πέτρας, σε Ηρόδ.· πέτραις, σε Αισχύλ.