Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρά"

Βρέθηκαν 28 λήμματα [1 - 20]
ἄρᾰ, Επικ. ῥά (εγκλ.) και προ συμφώνου ἄρ· συμπερασματικό μόριο·
Α.
Επικ. χρήση· I. 1. τότε, αμέσως, παρευθύς· ὣςφάτο, βῆ δ' ἄρ' ὄνειρος, σε Ομήρ. Ιλ.· κατόπιν, ακολούθως, ύστερα· οἱ δ' ἄρ' Ἀθήνας εἶχον, στο ίδ. 2. όταν η προσοχή στρέφεται σε κάτι εκπληκτικό, τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσεσκον τῶν ἄλλων, Ἀχιλλεὺς δ' ἄρ' ἐπιρρήσεσκε καὶ οἷος, τρεις συνηθισμένοι άνδρες απαιτούνταν για να γίνει αυτό, αλλά ο Αχιλλέας, δώστε προσοχή! το έκανε μόνος του, στο ίδ. 3. για να εξηγήσει κάτι που προηγήθηκε, εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε, φῆ ῥ' ἀέκητι θεῶν φευγέειν, εάν δεν είχε εκστομίσει ασεβή λόγο, γιατί είπε ότι..., στο ίδ.· ομοίως, το ἄρα καθιστά πιο εμφατική την αναφ. αντων., ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος, ὃν ἄρ' ἤθελον αὐτοί, ακριβώς αυτόν που..., αυτόν τον συγκεκριμένο που..., στο ίδ. Β. Αττ. χρήση, παρεμφερές με το οὖν, λοιπόν, επομένως· με ηπιότερη σημασία, μάτην ἄρ' ἥκομεν, ώστε λοιπόν έχουμε έρθει μάταια, σε Σοφ.· εἰκότως ἄραοὐκ ἐγίγνετο, σε Ξεν.· σε ερωτημ. φράσεις, για να εκφράσει την αγωνία αυτού που ρωτάει, τίς ἄρ ῥύσεται; μα ποιος λοιπόν θα σώσει; σε Αισχύλ. Γ. ΘΕΣΗ: το ἄρα δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης, πρβλ. οὖν· Λατ. igitut.
ἆρᾰ; ερωτημ. μόριο, ισχυρότερος τύπος ως προς τη θέση του τόνου και τη σημασία του ἄρα· 1. όταν τίθεται στον λόγο μόνο του, συνήθως αναμένει αρνητική απάντηση, όπως το Λατ. num? σε Αττ.· ομοίως, ἆρα μή; Λατ. num vero? σε Αισχύλ.· όταν αναμένεται καταφατική απάντηση, χρησιμοποιείται το ἆρ' οὐ; ἆρ' οὐχί; Λατ. nonne vero? σε Σοφ. κ.λπ. 2. στον πεζό λόγο, το ἆρα σχεδόν πάντοτε τίθεται στην αρχή πρότασης.
ἀρά, Ιων. ἀρή, · I. ευχή, προσευχή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. 1. επίκληση του κακού, της θείας δίκης, κατάρα, καταλαλιά, κατά κανόνα στον πληθ., σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. 2. αποτέλεσμα κατάρας, όλεθρος, καταστροφή· ἀρὴν καὶ λοιμὸν ἀμῦναι, σε Ομήρ. Ιλ. III. η Ἀρά προσωποποιήθηκε ως η θεά του ολέθρου και της εκδίκησης, Λατ. Dira, σε Σοφ. [ᾱρ- κατά κανόνα στην Επικ.· στην Αττ. πάντοτε ᾰρ-].
ἀρᾰβέω, μέλ. -ήσω (ἄραβος), κάνω θόρυβο, ηχώ ως κλαγγή, παράγω, ήχο, κροτώ, κροταλίζω, λέγεται για τον οπλισμό σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα δόντια, τρίζω, σε Θεόκρ.
Ἀρᾰβία, , η Αραβία, η περιοχή της Αραβίας, σε Ηρόδ.· ποιητ. Ἀρραβία, σε Θεόκρ.· Ἀράβιος, , -ον, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αραβία, σε Ηρόδ.· επίσης -ικός, , -όν, σε Πλούτ.
ἄραβος, , τρίξιμο ή ήχος που παράγει το τρίξιμο των δοντιών, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).
ἄραγμα, -ατος, τό (ἀράσσω), = το επόμ. τυμπάνων ἄραγμα, σε Ευρ.
ἀραγμός, (ἀράσσω), χτύπος, πάταγος, θόρυβος που παράγεται από σύγκρουση αντικειμένων, τριγμός, τρίξιμο, σε Αισχύλ.· ἀραγμὸς πετρῶν, πάταγος που προέρχεται από κατολίσθηση βράχων, σε Ευρ.· στέρνων ἀραγμός, χτυπήματα στήθους, στηθοκόπημα κατά τις θρηνωδίες, Λατ. planctus, σε Σοφ.
ἆραι, απαρ. αορ. αʹ του αἴρω.
ἀραίμην, ευκτ. Μέσ. αορ. αʹ του αἴρω.
ἀραῖος, , -ον και -ος, -ον (ἀράI. 1. Παθ., αυτός στον οποίο απευθύνονται οι παρακλήσεις και οι ικεσίες· Ζεὺς ἀραῖος = ἱκέσιος, σε Σοφ. 2. αυτός για τον οποίο κάποιος ευχήθηκε κάτι κακό, καταραμένος, αυτός που είναι επιβαρυμένος από μια κατάρα ή μεστός από τις κατάρες που του έχουν απευθύνει, σε Αισχύλ.· μ' ἀραῖον ἔλαβες, με έδεσες με κατάρα, με έχεις στην εξουσία σου αφού με καταράστηκες, σε Σοφ. II. Ενεργ., αυτός που καταριέται, που επιφέρει με τις κατάρες τον όλεθρο σε οικογένεια ή πρόσωπο, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.
ἀραιός, , -όν, αραιός, λεπτός, στενός, ελαφρός, λίγος, ισχνός, ψιλός, Λατ. tenuis, σε Όμηρ. (άγν. προέλ.).
ἀραίρηκα, αναδιπλ. τύπος του ᾔρηκα, παρακ. του αἱρέω· ἀραίρημαι, Παθ.· ἀραίρητο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.
ἀράμενος, μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του αἴρω.
ἀραξί-χειρος, -ον (ἀράσσω), αυτός που κρούεται με το χέρι· τύμπανα, σε Αισχύλ.
ἀράομαι, Ιων. ἀρέομαι, μέλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ιων. ἀρήσομαι· αόρ. αʹ ἠρησάμην· αποθ., (ἀρά) ποιητ. ρήμα. 1. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή ή ικεσία σ' έναν θεό, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., επικαλούμαι, σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ. και απαρ., προσεύχομαι, ικετεύω να..., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ. μόνο, εύχομαι να αποκτήσω ή να μου συμβεί αυτό ή εκείνο, σε Ομήρ. Οδ. 3. εύχομαι κάτι για κάποιον, τί τινι, μερικές φορές με θετική σημασία, ἀράομαί τινι ἀγαθά, σε Ηρόδ.· συνήθως όμως με αρνητική σημασία, επιρρίπτω κατάρα εναντίον κάποιου, ἀρὰς ἀράομαί τινι, σε Σοφ. κ.λπ.· χωρίς αιτ., καταριέμαι κάποιον, σε Ευρ. 4. με απαρ., εύχομαι παίρνοντας ιερό όρκο, ορκίζομαι, κάνω τάμα ότι θα..., ἠρήσατο ῥέξειν, σε Ομήρ. Ιλ.
ἄρᾱρε, γʹ ενικ. αμτβ. παρακ. του ἀραρίσκω.
ἄρᾰρε, ποιητ. γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἀραρίσκω.
ἀρᾰρίσκω (αναδιπλ. τύπος του *ἄρω), παρατ. ἀράρισκον· οι υπόλοιποι χρόνοι σχημ. από το *ἄρω, δηλ·
Α.
μτβ. αόρ. ἦρσα, Επικ. ἄρσα, αόρ. βʹ ἤρᾰρον, Ιων. ἄρᾰρον, απαρ. ἀραρεῖν, μτχ. ἀρᾰρώνΠαθ. αόρ. αʹ ἤρθην, Επικ. γʹ πληθ. ἄρθεν· I. ενώνω, συνάπτω, συνενώνω, τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο, συμπυκνώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄγγεσιν ἄρσον ἅπαντα, να τοποθετήσεις καλά τα πάντα μέσα στα αγγεία, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. συναρμόζω, αρμολογώ, χτίζω· τοῖχον ἀραρεῖν λίθοισιν, σε Ομήρ. Ιλ. 2. παρασκευάζω, προετοιμάζω, επινοώ· μνηστῆρσιν θάνατον ἀραρόντες, σε Ομήρ. Οδ. III. 1. εφοδιάζω, παρέχω, εξοπλίζω, προμηθεύω κάτι· νῆας ἄρσας ἐρέτῃσιν, στο ίδ. 2. κάνω κάτι ώστε να ευχαριστήσω κάποιον, ικανοποιώ, χαροποιώ, ευνοώ, σε Πίνδ., Σοφ. IV.κάνω κάτι ώστε να ταιριάζει με τις προτιμήσεις κάποιου, να συμφωνεί με ό,τι τον ευχαριστεί, σε Ομήρ. Ιλ. Β. αμτβ., παρακ. ἄρᾱρα με σημασία ενεστ., Ιων. ἄρηρα, Επικ. μτχ. ἀρηρώς, με θηλ. ἀρηρυῖα και (χάριν του μέτρου) ἀρᾰρυῖα· Επικ. υπερσ. ἀρήρειν, ἠρήρειν, με σημασία παρατ.· από Παθ. τύπους συναντάμε μόνο τη μτχ. Επικ. αορ. βʹ ἄρμενος, , -ον· I. 1. συνάπτομαι στενά με, συμπυκνώνομαι, συσκευάζομαι, σε Όμηρ. 2. είμαι δεσμευμένος, λέγεται για όρκους και την πίστη, σε Τραγ.· απόλ., ἄραρε, στερεώθηκε, συναρμόστηκε, προσαρμόστηκε, σε Ευρ. II. αρμόζομαι ή προσαρμόζομαι καλά ή στέρεα, σε Όμηρ.· αρμόζω ή προσαρμόζομαι σε κάτι, με δοτ., στον ίδ. III. είμαι εξοπλισμένος, προικισμένος, εφοδιασμένος με κάτι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· κάλλει ἀραρώς, προικισμένος με φυσική καλλονή, σε Ευρ. IV. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος ή ταιριαστός, σύμφωνος με ή ευχάριστος σε, όπως το ἀρέσκω, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ομοίως και η Επικ. μτχ. Παθ. αορ. βʹ ἄρμενος, , -ον· 1. αυτός που αρμόζει, αρμόδιος, πρέπων, κατάλληλος για, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., αρμόδιος, συμβατός, κατάλληλος, Λατ. habilis, σε Ομήρ. Ιλ. 2. προετοιμασμένος, προπαρασκευασμένος, έτοιμος, σε Ησίοδ. 3. αποδεκτός, ευπρόσδεκτος· ἄρμενα πράξαις = εὖ πράξας, σε Πίνδ.
ἀρᾱρότως, επίρρ. του ἀρᾱρώς, μτχ. παρακ. του ἀραρίσκω, συμπαγώς, στέρεα, σφιχτά, δυνατά, σε Αισχύλ., Ευρ.