Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπύλωτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-πύλωτος, -ον (πῠλόω), αυτός που δεν είναι ασφαλισμένος με θύρες, σε Ξεν.