LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπότομος"
- ἀπότομος, -ον (ἀποτέμνω)· 1. αυτός που έχει αποσχισθεί, απόκρημνος, βαραθρώδης, κρημνώδης, σε Ηρόδ.· ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, μεταφ., από τη θέση εκείνου που αιφνιδίως, ενώ βαδίζει, βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, σε Σοφ. 2. μεταφ., τραχύς, αυστηρός, ανηλεής, αδυσώπητος, σε Ευρ.