Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπόρρητος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπόρρητος, -ον (ἀπερῶ), I. απαγορευμένος· ἀπόρρητον πόλει, παρότι ήταν απαγορευμένο στους πολίτες, σε Σοφ.· τὰἀπόρρητα, τα εμπορεύμτα των οποίων η εξαγωγή ήταν απαγορευμένη, λαθραία εμπορεύματα, σε Αριστοφ. II. 1. αυτός για τον οποίο δεν πρέπει να γίνεται ή δεν θα έπρεπε να έχει γίνει λόγος, μυστικός, Λατ. tacendus· ἀπόρρητον ποιεῖσθαι, κρατώ κάτι κρυφό, σε Ηρόδ.· κύριος καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, λέγεται για τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, όπως το Λατ. dicenda tacenda, σε Δημ.· ἀπόρρητον, τό, το μυστικό της πολιτείας, το κρατικό μυστικό, σε Αριστοφ. 2. λέγεται για ιερά πράγματα, μυστικός, απόκρυφος, άρρητος, σε Ευρ. 3. αυτός ο οποίος δεν αρμόζει να αναφέρεται, αποτρόπαιος, βδέλυγμα, σε Πλάτ.