Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπόλλυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπ-όλλῡμι ή -ύω, παρατ. ἀπώλλυν ή ἀπώλλυον, μέλ. ἀπολέσω, Επικ. ἀπολέσσω· Αττ. ἀπολῶ, Ιων. ἀπολέω· αόρ. αʹ ἀπώλεσα, Επικ. ἀπόλεσσα· παρακ. ἀπολώλεκα· επιτεταμ. τύπος του ὄλλυμι.
Α. I.
αφανίζω ολοσχερώς, φονεύω, σκοτώνω, σφάζω· λέγεται για πράγματα, καταστρέφω, ερειπώνω, αφανίζω, ερημώνω, σε Όμηρ., Αττ.· με περιληπτική σημασία, γᾶς ἐκ πατρίας ἀπώλεσε, με εξεδίωξε κατεστραμμένο από την πατρίδα μου, σε Ευρ.· λόγοις ἀπόλλυμί τινα, σε Σοφ., φλυαρώ και προκαλώ σε κάποιον ανία μέχρι θανάτου, σε Αριστοφ. II. χάνω ολοκληρωτικά, πατέρα, νόστιμον ἦμαρ, σε Όμηρ. Β. Μέσ., ἀπόλλῠμαι, μέλ. -ολοῦμαι, Ιων. -ολέομαι, με μτχ. ἀπολεύμενος· αόρ. βʹ -ωλόμην, παρακ. -όλωλα, υπερσ. ἀπολώλειν· I. αφανίζομαι ολοσχερώς, πεθαίνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ. ἀπόλλυμαι κακὸν μόρον, αἰπὺν ὄλεθρον, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφομαι, στο ίδ.· ἀπόλωλας, τελείωσες, χάθηκες, καταστράφηκες, σε Αριστοφ.· ως κατάρα, κάκιστ' ἀπολοίμην, στον ίδ.· στη μτχ. μέλ. ὦ κάκιστε ἀπολούμενε, που κακό τέλος να σε βρει! δηλ. κακούργε! άθλιε! σε Αριστοφ. II. χάνομαι, ξεγλιστρώ, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, λέγεται για το νερό που εξαπατούσε τον Τάνταλο, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τον ύπνο, σε Ομήρ. Ιλ.