LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπόλαυσις"
- ἀπόλαυσις, -εως, ἡ (ἀπολαύω)· 1. απόλαυση, τέρψη, ηδονή, σε Θουκ., Αριστ. 2. με γεν., ωφέλεια που αποκτάται από κάτι, σε Ξεν.· ἀπόλαυσιν εἰκοῦς (αιτ. απόλ.), ως ανταμοιβή για την ομοιότητά σου, σε Ευρ.