Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπό"

Βρέθηκαν 729 λήμματα [1 - 20]
ἀπό, ποιητ. ἀπαί, πρόθ. με γεν.· Λατ. ab, από.
Α. I.
για τόπο· 1. για κίνηση από τόπο· από, μακριά από, σε Όμηρ., κ.λπ. λέγεται για πολεμιστές που μάχονται από τα άρματα, σε Όμηρ. 2. για θέση, στάση σε τόπο, μακριά από, σε απόσταση από, χώρια από, ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπ' ὀφθαλμῶν, μακριά από το οπτικό πεδίο κάποιου, στο ίδ.· ἀπὸθαλάσσης, σε Θουκ. κ.λπ. 3. λέγεται για το νου ή τα συναισθήματα, ἀπὸ θυμοῦ, μακριά από, δηλ. αποξενωμένος από τα συναισθήματα μου, σε Ομήρ. Ιλ.· οὐκ ἀπὸ τρόπου, όχι χωρίς λόγο, σε Πλάτ.· οὐκ ἀπὸ πράγματος, σε Δημ. 4. με επιμεριστική σημασία, αἶσ' ἀπὸ ληΐδος, ένα μέρος της λείας, ένα μερίδιό της, σε Ομήρ. Οδ. II. χρησιμοποιείται για χρόνο, από, μετά, αφού, αφότου, ἀπὸ δείπνου, μετά το δείπνο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ δείπνου γενέσθαι, αφότου ολοκληρώθηκε το δείπνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἀφ'οὗ (ενν. χρόνου), Λατ. ex quo, στον ίδ. κ.λπ. III. για καταγωγή, προέλευση, αιτία κ.λπ.· 1. γι' αυτό από το οποίο προέρχεται ή έχει γεννηθεί κάποιος, οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, χωρίς να έχει φυτρώσει από βελανιδιά ή από βράχο, σε Ομήρ. Οδ.· τρίτος ἀπὸ Διός, τρίτος από τη γενιά του Δία, σε Πλάτ.· οἱ ἀπὸ Σπάρτης, οι άνδρες που κατάγονται από τη Σπάρτη, σε Ηρόδ.· μεταφ. λέγεται για πράγματα, κάλλος ἀπὸ Χαρίτων, η ομορφιά που γεννήθηκε από τις Χάριτες, τέτοια όπως εκείνη που αυτές δωρίζουν, σε Ομήρ. Οδ.· γάλα ἀπὸ βοός, σε Αισχύλ.· σε σχέση με τον ιδρυτή μιας Σχολής ή μιας αίρεσης, οἱ ἀπὸ Πλάτωνος, οι μαθητές του Πλάτωνα· οἱ ἀπὸ τῆς Ἀκαδημίας, ἀπὸ τῆς Στοᾶς, οι Ακαδημικοί, οι Στωικοί φιλόσοφοι, σε Πλούτ. κ.λπ. 2. λέγεται για το υλικό από το οποίο ή δια του οποίου έχει δημιουργηθεί κάτι, ἀπὸ ξύλου, σε Ηρόδ.· ἀπὸ μέλιτος, σε Θεόκρ. 3. χρησιμοποιείται για το όργανο μέσω του οποίου έχει τελεστεί κάτι, ἀπ' ἀργυρέοιο βιοῖο, από (βέλος που εκτοξεύτηκε από) ασημένιο τόξο, σε Ομήρ. Ιλ. 4. λέγεται για το πρόσωπο από το οποίο προέρχεται μια ενέργεια, δηλ. από τον δράστη μιας ενέργειας, οὐδὲν μέγα ἔργον ἀπ' αὐτοῦ ἐγένετο, σε Ηρόδ.· ἐπράχθη ἀπ' αὐτοῦ οὐδέν, σε Θουκ.· κατ' αυτόν τον τρόπο το ἀπό κατέληξε να χρησιμοποιείται όπως το ὑπό, υποδηλώνοντας όμως μια πιο έμμεση ενέργεια. 5. λέγεται για την πηγή από την οποία διατηρείται η ζωή ή η δύναμη, ζῆν ἀπὸ ἰχθύων, σε Ηρόδ.· τρέφειν τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν νήσων, σε Ξεν. 6. λέγεται για την αιτία, το μέσο ή την περίσταση από, δια ή εξαιτίας της οποίας γίνεται κάτι, ἀπὸ δικαιοσύνης, για λόγους δικαιοσύνης, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τῶν αὐτῶν λημμάτων, παρακινημένος από, αποσκοπώντας στα ίδια οφέλη, σε Δημ.· εξού, λαμβάνω αρκετές επιρρηματικές χρήσεις, ἀπὸ σπουδῆς, με ζήλο, με προθυμία, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ τοῦ ἴσου, ἀπὸ τῆς ἴσης ή ἀπ' ἴσης, εξίσου, σε Θουκ. κ.λπ.· ἀπὸ γλώσσης, προφορικά, σε Ηρόδ.· ἀφ' ἑαυτοῦ, από τον εαυτό μου ή με τις προσωπικές μου δυνάμεις, σε Θουκ. Β. Ως επίρρ., μακριά, σε Όμηρ., Ηρόδ. Γ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ. δηλώνει: 1. χωρισμό ή απομάκρυνση από, χωριστά, χώρια, όπως στο ἀποτέμνω· μακριά από, όπως στο ἀποβαίνω. 2. τελείωση, ολοκλήρωση, όπως στο ἀπεργάζομαι. 3. παύση από, λήξη, όπως στα ἀπαλγέω, ἀπολοφύρομαι. 4. επιστροφή, όπως στα ἀποδίδωμι, ἀπολαμβάνω· επίσης, πλήρης απολαβή ή απόδοση ενός πράγματος στον ιδιοκτήτη του, όπως ἀπέχω. 5. χλευασμό ή λοιδορία, όπως στο ἀποκαλέω. 6. σχεδόν = στερητικό α· μερικές φορές με ρήματα, όπως ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω· με επίθετα, όπως ἀποχρήματος, ἀπόσιτος. Δ. ἄπο, με αναστροφή αντί ἀπό, όταν το συντασσόμενο με την πρόθεση όνομα προηγείται και η πρόθεση έπεται, όπως ὀμμάτων ἄπο, σε Σοφ.
ἀπο-αίνυμαι, Επικ. αντί ἀπαίνυμαι.
ἀπο-αιρέομαι, Επικ. αντί ἀφαιρέομαι.
ἀπό-βα, = ἀπο-βῆθι, προστ. αορ. βʹ του ἀποβαίνω.
ἀπο-βάθρα, Ιων. -βάθρη, , σκάλα που χρησιμεύει στην αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο, δίοδος στις δύο πλευρές κάτω από το κατάστρωμα του πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἀπο-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ -εβήσετο· αόρ. βʹ ἀπ-έβην, παρακ. ἀπο-βέβηκα·
Α. I. 1.
εξέρχομαι από κάποιο μέρος, κατέρχομαι ή αποβιβάζομαι από πλοίο, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., αποβιβάζομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· αφιππεύω από άρμα, ἵππων ή ἐξ ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ. 2. απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ, στο ίδ., Αττ.· με γεν., ἀποβαίνω πεδίων, σε Ευρ.· λέγεται για ελπίδες, διαψεύδομαι, εκμηδενίζομαι, στον ίδ. II. 1. λέγεται για γεγονότα ή συμβάντα, απορρέω, προκύπτω, καταλήγω, τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης, σε Ηρόδ.· τὸ ἀποβαῖνον, με κράση τἀποβαῖνον, το αποτέλεσμα, το γεγονός· και τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἀποβάντα, αποτελέσματα, επακόλουθα, συνέπειες, στον ίδ., Θουκ.· τὰἀποβησόμενα, πιθανά αποτελέσματα, σε Θουκ. 2. καταλήγω, εκβαίνω, παρὰ δόξαν, σε Ηρόδ.· τοιόνδε, σε Ευρ.· ὡς προσεδέχετο, σε Θουκ.· απόλ., έχω ευτυχή έκβαση, επιτυγχάνω, στον ίδ. 3. λέγεται για πρόσωπα, καταλήγω όντας, αποδεικνύομαι, ἀποβαίνουσι κοινοί, αποδεικνύονται αδέκαστοι, αμερόληπτοι, στον ίδ.· ομοίως, ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβαίνει, σε Θεόκρ.· ἀπέβη ἐς μουναρχίην, η πολιτειακή κατάσταση κατέληξε σε μοναρχία, σε Ηρόδ.Β. Μτβ. στον αόρ. αʹ ἀπέβησα, ανάγκασα κάποιον να αφιππεύσει, να αποβιβαστεί από το πλοίο, να επιβιβαστεί στην ξηρά (με αυτή τη σημασία ως ενεστ. λειτουργεί το ἀποβιβάζω), ἀπέβησα στρατιήν, σε Ηρόδ.
ἀπο-βάλλω, μέλ. -βαλῶ, 1. ρίχνω, πετώ από πάνω μου, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., ρίχνω από, απορρίπτω, πετώ από, ἀποβάλλω ὀμμάτων ὕπνον, σε Ευρ. 2. ρίχνω, πετώ, παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω, τὴν ἀσπίδα, σε Αριστοφ.· τὸν ἄνδρα ἀποβάλλω, τον παρατώ, τον απορρίπτω, σε Ευρ.Μέσ., πετώ, ξεφορτώνομαι, απορρίπτω, σε Θεόκρ. 3. χάνω, τὰ πατρῷα, τὸν στρατόν, σε Ηρόδ.· τὴν οὐσίαν, σε Αριστοφ.· πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν, σε Θουκ.
ἀπο-βάπτω, μέλ. -ψω, βυθίζω κάτι αρκετά ή εντελώς στο νερό ή σε άλλο υγρό, ἑωυτόν, σε Ηρόδ.· τι εἴς τι, στον ίδ.
ἀπο-βάς, μτχ. αορ. βʹ του ἀπο-βαίνω.
ἀπόβᾰσις, -εως, (ἀποβαίνωI. 1. αποβίβαση, έξοδος από το πλοίο στη στεριά, ἀπὸ τῶν νεῶν, σε Θουκ.· ἡ ναυτικὴ ἐπ' ἄλλους ἀπόβασις, αποβίβαση των δυνάμεων του ναυτικού εναντίον του εχθρού, στον ίδ.· απόλ., ποιεῖσθαι ἀπόβασιν, αποβιβάζομαι από το πλοίο, προσεδαφίζομαι, στον ίδ. 2. προσεδάφιση, τόπος προσεδάφισης· οὐκ ἔχει ἀπόβασιν, δεν είναι δυνατόν να γίνει αποβίβαση, ή δεν υπάρχει κατάλληλο σημείο προσεδάφισης, στον ίδ.· πληθ., στον ίδ. II. οδός διαφυγής ή διέξοδος, δραπέτευση, σε Πλούτ.
ἀποβάτης[ᾰ], -ου, (ἀποβαίνω), αυτός που ίππευε πολλά άλογα πηδώντας επιδέξια από το ένα άρμα στο άλλο κατά τη διάρκεια ιππικού αγωνίσματος, Λατ. desultor, σε Πλούτ.
ἀπο-βιάζομαι, μέλ. -άσομαι, αποθ., I. απωθώ βιαία, εξαναγκάζω σε οπισθοχώρηση — Παθ., απωθούμαι βίαια, εξαναγκάζομαι σε οπισθοχώρηση, σε Ξεν. II. απόλ., μεταχειρίζομαι βία, στον ίδ.
ἀπο-βῐβάζω, μτβ. του ἀποβαίνω, εξάγω, εξαναγκάζω σε αποβίβαση, ιδίως από πλοίο, κατεβάζω από το πλοίο, προσεδαφίζω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.Μέσ., ἀποβιβάσασθαί τινας, τους αναγκάζω να αποβιβαστούν στην ξηρά, στην ακτή, σε Ηρόδ.
ἀπο-βλάπτω, μέλ. -ψω, καταστρέφω ολοσχερώς — Παθ., ἀποβλαφθῆναι φίλου, αποστερούμαι έναν φίλο, σε Σοφ.
ἀπο-βλαστάνω, αόρ. βʹ -έβλαστον, βλασταίνω, φυτρώνω, εκπηγάζω από, με γεν., σε Σοφ.
ἀπο-βλάστημα, -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.
ἀπόβλεπτος, -ον, αυτός που θαυμάζεται από όλους, περίβλεπτος, περίοπτος, θαυμαζόμενος, σε Ευρ.
ἀπο-βλέπω, μέλ. -βλέψομαι· 1. στρέφω το βλέμμα μου από κάθε τι άλλο και το προσηλώνω σ' ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ενατενίζω, κοιτάζω με θαυμασμό ή απορία, ἔς τινα ή τι, σε Ηρόδ., Ευρ.· πρός τινα ή τι, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. κοιτάζω με προσοχή, λαμβάνω υπ' όψιν ή αποσκοπώ, ἔς τι, σε Ευρ. κ.λπ.· πρός τι, σε Πλάτ. 3. κοιτάζω κάτι με αγάπη ή θαυμασμό, Λατ. observare, suspicere, με αιτ., σε Σοφ.· με πρόθ. ἔς ή πρός τινα, σε Ευρ., Ξεν.
ἀποβλητέος, , -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να απορρίψει, να πετάξει, σε Πλάτ.
ἀπόβλητος, -ον, ρημ. επίθ. του ἀποβάλλω, αυτός που αξίζει να απορριφθεί ως άχρηστος, ως ανάξιος, σε Ομήρ. Ιλ.