LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπρίξ"
- ἀ-πρίξ, επίρρ. (α αθροιστικό και πρίω), με κλειστά, σφιγμένα τα δόντια, Λατ. mordicus· εξού, σταθερά, σφιχτά· ἀπρὶξ συλλαβεῖν, σε Σοφ.