Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀποφεύγω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-φεύγω, μέλ. -φεύξομαι και -οῦμαι, παρακ. -πέφευγα· I. ξεφεύγω από, διαφεύγω, με αιτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., σώος, διαφεύγω, στον ίδ. II. ως νομικός όρος, απαλλάσσομαι από κάποιον, τοὺς διώκοντας, στον ίδ., Αττ.· επίσης, ἀποφεύγω δίκην, σε Αριστοφ., Δημ.· απόλ., απαλλάσσομαι, αθωώνομαι, σε Ηρόδ.