Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀποτίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-τίνω[ῑ σε Επικ., σε Αττ.], Επικ. απαρ. -τινέμεν· μέλ. -τίσω [ῑ]· I. 1. πληρώνω κάτι σε κάποιον αντί ποινής, ως πρόστιμο ή αντιστάθμισμα για κάτι, ανταποδίδω τα οφειλόμενα ή την ευεργεσία, τί τινι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. πληρώνω για ό,τι έχω κάνει ή πει, τι, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., εξιλεώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 3. αποπληρώνω, πληρώνω εξ ολοκλήρου, σε Ηρόδ., Αττ. II. Μέσ., ἀποτίνομαι και ἀποτίνυμαι· μέλ. -τίσομαι· λαμβάνω «πληρωμή», ανταπόδοση από κάποιον για κάτι που έχει διαπράξει εις βάρος μου, εισπράττω την ποινή ή απαιτώ την καταδίκη, την τιμωρία ενός ανθρώπου, σε Ομήρ. Ιλ.· δίκην, σε υρ. 2. με αιτ. προσ., ἀποτίσασθαί τινα, εκδικούμαι, τιμωρώ κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. 3. με αιτ. πράγμ., παίρνω εκδίκηση για κάτι, επιβάλλω αντίποινα γι' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· έτσι, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.· απόλ., εκδικούμαι, σε Θέογν.