LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀποτάσσω"
- ἀπο-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. αποχωρίζω, ξεχωρίζω, προσδιορίζω ή καθορίζω ιδιαιτέρως, χώραν τινί, σε Πλάτ. — Παθ., ἀπετέτακτο πρὸς τὸ δεξιόν, η θέση του είχε ταχθεί, είχε ορισθεί στη δεξιά πλευρά, σε Ξεν. II. Μέσ., ἀποτάσσεσθαί τινι, αποχαιρετώ, αποχωρίζομαι κάποιον ή κάτι, σε Κ.Δ.