LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀποστοματίζω"
- ἀπο-στομᾰτίζω, μέλ. -σω (στόμα)· 1. διδάσκω από στόματος, δηλ. χωρίς την χρήση βιβλίου, διδάσκω υπαγορεύοντας, γράμματα, σε Πλάτ. 2. ρωτώ επιμόνως αναμένοντας απάντηση, όπως ο δάσκαλος τον μαθητή του, προκαλώ κάποιον να μιλήσει, σε Κ.Δ. 3. εξιστορώ, απαγγέλλω, επαναλαμβάνω από στήθους, σε Πλούτ.