LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀποστατέω"
- ἀποστᾰτέω, μέλ. -ήσω (ἀφίσταμαι)· I. στέκομαι μακριά από, αναχωρώ από, είμαι μακριά από, με γεν., σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀποστατῶ φίλων, εγκαταλείπω τους φίλους μου, σε Αριστοφ. II. απόλ., στέκομαι μακριά, αποστασιοποιούμαι, απουσιάζω, σε Αισχύλ.