LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀπορρώξ"
- ἀπορρώξ, -ῶγος, ὁ, ἡ (ἀπορρήγνυμι)· I. αποκομμένος, απότομος, τραχύς, απόκρημνος, Λατ. praeruptus, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. II. ως θηλ. ουσ., 1. τεμάχιο, μέρος που έχει αποσπαστεί· Στυγὸς ἀπορρώξ, διακλάδωση των υδάτων της Στυγός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ἀπορρῶξ νέκταρος, εκροή, απόσταγμα, απόσταξη, λέγεται για το νέκταρ, σε Ομήρ. Οδ.