Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπορία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπορία, Ιων. -ίη, (ἄ-ποροςI. λέγεται για τόπους, δυσκολία προσπελάσεως ή διαβάσεως, σε Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, δυσχέρεια, δυσκολίες, αμηχανία ή έλλειψη πόρων για κάτι· ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος, ἀπειλημένος, ἐν ἀπορίῃ ἔχεσθαι ἀπορίῃσιν ἐνέχεσθαι, σε Ηρόδ.· ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, αδύνατον να παραμείνει κάποιος ήσυχος, σε Θουκ. III. 1. λέγεται για πρόσωπα, δυσκολία χαρακτήρα, δυστροπία, δυσχέρεια στην κοινωνική συναναστροφή, τινός, σε Ηρόδ. 2. έλλειψη μέσων, πόρων ή αποθεμάτων, αμηχανία, δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός, περιπλοκότητα, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. ἀπορία τινός, έλλειψη προσώπου ή πράγματος, σε Αριστοφ. κ.λπ. 4. απόλ., πενία, φτώχεια, σε Θουκ.