Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπορέω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀπ-ορέω, Ιων. αντί ἀφ-οράω.
ἀπορέω, μέλ. -ήσω, παρατ. ἠπόρουν· (ἄποροςI. είμαι άπορος, δεν έχω πόρους ή χρηματική πηγή στην οποία θα μπορούσα να προσφύγω· και επομένως, 1. τα έχω χαμένα, βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω αμφιβολίες για το τι πρέπει να κάνω, δεν βρίσκω τρόπο πώς να..., κατά κανόνα ακολουθείται από δευτερεύουσα (πλάγια ερωτηματική) πρόταση, ἀπορέει ὅκως διαβήσεται, δεν βρίσκει τον τρόπο, βρίσκεται σε απορία πώς θα διαβεί, σε Ηρόδ.· ἀπορεῖ ὅ,τι χρὴ ποιεῖν, σε Ξεν.· με την προσθήκη αιτ., ἀπορεῖ τὴν ἔλασιν ὅκως διαπερᾷ, βρίσκεται σε αμηχανία για το πώς θα πορευθεί, πώς θα διασχίσει, σε Ηρόδ.· και με αιτ. μόνο, δεν έχω τρόπο για κάτι, στον ίδ.· με απαρ., απορώ αγνοώντας πώς θα κάνω κάτι, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης απόλ., οὐκ ἀπορήσας, χωρίς δισταγμό ή ενδοιασμό, σε Ηρόδ. κ.λπ.Μέσ. με την ίδια σημασία, στον ίδ., σε Πλάτ. 2. στην Παθ., λέγεται για πράγματα, έχω αφεθεί στην έλλειψη πόρων, σε έλλειψη εφοδίων ή προμηθειών για κάτι, σε Ξεν. II. με γεν. πράγμ., βρίσκομαι σε ένδεια, σε απορία, σε αμηχανία για, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ. III. ἀπορῶ τινι, βρίσκομαι σε αμηχανία εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ξεν. IV. απόλ., είμαι άπορος, ενδεής, πένης, σε Πλάτ.