
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀποπληρόω"
- ἀπο-πληρόω, μέλ. —ώσω = ἀποπίμπλημι, εκπληρώνω, ικανοποιώ, Λατ. explere, τὰς ἐπιθυμίας, σε Πλάτ.· τοῦτό μοι ἀποπλήρωσον, κάνε αυτό πλήρες για μένα, ικανοποίησέ με ως προς αυτό, στον ίδ.