Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπολύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-λύω, μέλ. -λύσω [ῡ] κ.λπ.· συντελ. μέλ. ἀπολελύσομαι·
Α. I. 1.
λύνω κάτι από κάτι άλλο, τί τινος, σε Ομήρ. Οδ.· λύνω, χαλαρώνω, στο ίδ. 2. απελευθερώνω, απαλλάσσω ή ανακουφίζω από, τινὰ τῆς φρουρᾶς, τῆς ἐπιμελείας, σε Ηρόδ., Ξεν.· τι ἀπό τινος, σε Πλάτ.Παθ., απελευθερώνομαι από, σε Θουκ. 3. με νομική σημασία, ἀπολύω τῆς αἰτίης, απαλλάσσω, αθωώνω από την κατηγορία, σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., ἀπολύω τινὰ μὴ φῶρα εἶναι, αθωώνω κάποιον από την κατηγορία ότι είναι κλέφτης, σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., αθωώνω, σε Αριστοφ. II. απελευθερώνω κάποιον λαμβάνοντας λύτρα, παραλαμβάνω λύτρα, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., απελευθερώνω κάποιον με την καταβολή λύτρων, εξαγοράζω, χρυσοῦ, καταβάλλοντας το αντίτιμο σε χρυσό, στο ίδ. III. 1. διαλύω ή διασκορπίζω στράτευμα, σε Ξεν.· γενικά, απαλλάσσω από υπηρεσία, σε Αριστοφ. 2. χωρίζω, αποπέμπω τη γυναίκα μου, σε Κ.Δ. Β. 1. Μέσ., εξαγοράζω, απελευθερώνω καταβάλλοντας λύτρα, βλ. ανωτ. II. 2. ανασκευάζω τις κατηγορίες εναντίον κάποιου, τις αναιρώ, Λατ. diluere, σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., ἀπολυόμενος, ο απολογούμενος, σε Ηρόδ. III. όπως το Παθ. (Γ. II.), αποχωρώ, αναχωρώ, απέρχομαι, σε Σοφ. Γ. Παθ., I. αφήνομαι ελεύθερος, απαλλάσσομαι, τῆς στρατηΐης, από τη στρατιωτική υπηρεσία, σε Ηρόδ.· τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι, απαλλάχθηκαν από τις εξουσίες τους, σε Θουκ.· απόλ., αθωώνομαι, απαλλάσσομαι από μια κατηγορία, στον ίδ., Πλάτ. II. 1. λέγεται για αντιμαχόμενους, αποχωρίζομαι, αποσπώμαι, σε Θουκ. 2. απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ, σε Σοφ.