LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀποδημέω"
- ἀπο-δημέω, Δωρ. -δᾱμέω, μέλ. -ήσω (ἀπόδημος)· 1. είμαι μακριά από το δήμο, το σπίτι, την πατρίδα μου, βρίσκομαι στα ξένα, ταξιδεύω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. αναχωρώ προς την αλλοδαπή· ἀποδημέω παράτινα, επισκέπτομαι κάποιον, σε Ηρόδ.· ἀποδημέω ἐς Αἴγιναν κατά τι, αναχωρώ για την Αίγινα προκειμένου να φέρω κάτι, στον ίδ.