LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀποδειλιάω"
- ἀπο-δειλιάω, μέλ. -άσω [ᾱ], δειλιάζω, επιδεικνύω φόβο για κάποιον κίνδυνο ή για την κοπιαστική εργασία, σε Ξεν., Πλάτ.