Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀποδέχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -δέξομαι, αόρ. αʹ -εδεξάμην, παρακ. -δέδεγμαι· I. 1. δέχομαι από κάποιον, παραδέχομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. αποδέχομαι τις αντιλήψεις κάποιου και γίνομαι μαθητής του, είμαι οπαδός κάποιου, σε Ξεν. 3. δέχομαι την παρουσία κάποιου, σε Πλάτ. 4. δέχομαι με επιδοκιμασία, επιδοκιμάζω, εγκρίνω, παραδέχομαι, αποδέχομαι με ευχαρίστηση, σε Θουκ. κ.λπ.· οὐκ ἀποδέχομαι, αποδοκιμάζω, απορρίπτω, σε Ηρόδ.· το πρόσωπο από το οποίο κάποιος δέχεται κάτι τίθεται σε γεν.· ἀποδέχομαί τί τινος, σε Θουκ. κ.λπ.· όταν όμως η αιτ. παραλείπεται, η γενική προσ. συνάπτεται απευθείας στο ρήμα, με την προσθήκη μιας μτχ.· ἀποδέχομαί τινοςλέγοντος, παραδέχομαι τα λεγόμενά του, σε Πλάτ.· απόλ., παραδέχομαι μια ρήση, μένω ικανοποιημένος, σε Δημ. 6. εκλαμβάνω, εννοώ κάτι με συγκεκριμένο τρόπο, με επίρρ., σε Ξεν.· ὑπόπτως ἀποδέχομαί τι, σε Θουκ.· δυσχερῶς, σε Πλάτ. II. λαμβάνω πίσω, ανακτώ, επανακτώ, σε Ηρόδ., Θουκ.