Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπογράφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-γράφω[ᾰ], μέλ. -ψω· I. 1. καταγράφω, αντιγράφω, καταγράφω σε κατάλογο, καταχωρώ, σε Ηρόδ., Πλάτ.Μέσ., αναθέτω την καταγραφή ονομάτων σε κάποιον, ή κρατώ καταγεγραμμένο αρχείο για προσωπική χρήση, σε Ξεν. 2. Μέσ. επίσης, δίνω το όνομά μου προς καταγραφή, εγγράφομαι σε κατάλογο, σε Ξεν. II. 1. ως Αττ. νομικός όρος, 1. ἀπογράφειν τινά, καταγράφω το όνομα κάποιου για να του προσάψω κατηγορία ενώπιον του δικαστηρίου, παραδίδω αντίγραφο της εναντίον του κατηγορίας, δίνω πληροφορίες εναντίον του, τον μηνύω, στον ίδ. 2. παραδίδω κατάλογο στον οποίο είναι καταγεγραμμένη περιουσία για την οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι ανήκει στο δημόσιο αλλά κατακρατείται από ιδιώτη, στους Ρήτ.· επίσης, ἀπέγραψεν ταῦτα ἔχοντα αὑτόν, αναγνώρισε εγγράφως ότι είχε στην κατοχή του αυτή την περιουσία, σε Δημ.